- καμπτῆρες
- καμπτήρbendmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
CAMPTERES — Graeca vox καμπτῆρες, apud Auctorem incertum de Vita et gestis Alexandri, qui Graece et Latine scriptus in Bibliothecis servatur, sunt curricula seu spatia in Circo, quae alii κύκλους, διαύλους, item ςτάδια, dixêre, Latini quoque metas nonnumquam … Hofmann J. Lexicon universale
ημιτενοντώδης — ες φρ. «ημιτενοντώδης μυς» ένας από τους τρεις οπίσθιους καμπτήρες μυς τού μηρού. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. semitendinosus (muscle) < hemi (πρβλ. ημι ) + tendinosus «τενοντώδης». Η λ. στον πληθυντκό ημιτενοντώδεις… … Dictionary of Greek
ημιυμενώδης — ες ανατ. ένας από τους τρεις οπίσθιους καμπτήρες μυς τού μηρού. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. semimembranosus (muscle) < semi (πρβλ. ημι ) + membranosus «υμενώδης». Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Λουκά Παπαϊωάννου] … Dictionary of Greek
καμπτήρας — ο (AM καμπτήρ) [κάμπτω] νεοελλ. 1. αυτός που κάμπτει, που λυγίζει κάτι 2. ναυτ. σιδερένιος ή ξύλινος κύλινδρος που εμποδίζει την τριβή τών αλυσίδων ή τών σχοινιών, μπαμπαδάκι 3. φρ. ανατ. «καμπτήρες μύες» μύες που με τη συστολή τους κάμπτουν… … Dictionary of Greek
κερκίδα — I (Αρχαιολ.). Όρος της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής, που αναφέρεται στα τμήματα σφηνοειδούς μορφής του κοίλου των αρχαίων ελληνικών θεάτρων, που περιλάμβαναν τα καθίσματα για τους θεατές. Οι κ. διαχωρίζονταν οριζόντια με τα διαζώματα (τους… … Dictionary of Greek
τενόντιος — α, ο, Ν [τένων, οντος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους τένοντες («τενόντιες ίνες») 2. φρ. α) «τενόντια άτρακτος» ανατ. αισθητήριο όργανο τής μυϊκής αίσθησης β) «τενόντια έλυτρα» ανατ. ορογόνοι σωληνοειδείς σχηματισμοί με διπλό τοίχωμα οι… … Dictionary of Greek
καμπτήρας — ο αυτός που κάμπτει κάτι: Οι μύες αυτοί λέγονται καμπτήρες, γιατί με τη συστολή τους λυγίζουν τα μέλη του σώματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)